- ρωθωνίζω
- Νβλ. ρουθουνίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρουθουνίζω — και ρωθωνίζω Ν [ρουθούνι / ῥώθων] αναπνέω θορυβωδώς με τη μύτη … Dictionary of Greek
ρωθωνισμός — ο, Ν θορυβώδης αναπνοή με τα ρουθούνια, το ρουθούνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρωθωνίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1803 στον Κοσμά Οικονόμου] … Dictionary of Greek